διδυμάοσι

διδυμάοσι
διδυμά̱οσι , διδυμάων
twins
masc/fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”